- στρατηγημάτων
- στρατήγημαact of a generalneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στρατηγώ — στρατηγῶ, έω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στραταγῶ και αιολ. τ. στροταγῶ, έω, Α [στρατηγός] είμαι στρατηγός, διοικώ στράτευμα αρχ. 1. (γενικά) είμαι αρχηγός στρατεύματος ή στόλου 2. (ειδικά στην Αθήνα) έχω το αξίωμα τού στρατηγού 3. (με αιτ. προσ.) α)… … Dictionary of Greek
Ονήσανδρος — Πλατωνικός φιλόσοφος, συγγραφέας έργου αφιερωμένου στον στρατηγό Κόιντο Ουκράνιο Νέπωτα, που ήταν ύπατος το 49 μ.Χ. Έγραψε υπομνήματα στην Πολιτεία του Πλάτωνα, Περί στρατηγημάτων, Τακτικά κ.ά. Το έργο που αφιέρωσε στον Ρωμαίο στρατηγό είναι τα… … Dictionary of Greek
Φροντίνος, Σέξτος Ιούλιος — (Frontinus, Sextus Julius, περ. 40 μ.Χ.: περ. 103 μ.Χ.). Ρωμαίος αξιωματούχος και συγγραφέας. Αφού διετέλεσε ύπατος το 73 μ.Χ., τον έστειλαν διοικητή στη Βρετανία. Εκεί κατασκεύασε τη ρωμαϊκή οδό της Νοτίου Ουαλίας, της οποίας σώζονται ίχνη. Το… … Dictionary of Greek